6.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου χορηγείται εις βουλευτήν, όστις έχει συμπληρώσει συντάξιμον υπηρεσίαν, ετησία σύνταξις αντιπροσωπεύουσα τα τρία εξακοσιοστά εξηκοστά των ετησίων αυτού απολαβών κατά την ημερομηνίαν της αποχωρήσεως αυτού από του βουλευτικού αξιώματος πολλαπλασιαζόμενα επί τους μήνας υπηρεσίας αλλά μη υπερβαίνουσα τα τρία τέταρτα των απολαβών κατά την ημερομηνίαν της αποχωρήσεως του:
Νοείται ότι εν πάση περιπτώσει και παρά τας διατάξεις του παρόντος εδαφίου αλλά τηρουμένων των υπολοίπων διατάξεων του παρόντος Νόμου, χορηγείται εις βουλευτήν, όστις έχει συμπληρώσει δύο συνεχείς ή διακεκομμένες βουλευτικές περιόδους, ετησία σύνταξις αντιπροσωπεύουσα τα τρία τέταρτα των ετησίων αυτού απολαβών κατά την ημερομηνίαν της αποχωρήσεως του:
Νοείται περαιτέρω ότι εις ουδεμίαν περίπτωσιν ο υπολογισμός της συντάξεως γίνεται επί τη βάσει υπηρεσίας ολιγωτέρας των εξήκοντα μηνών:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι η σύνταξις βουλευτών της παρούσης και της αμέσως επομένης θητείας της Βουλής θα υπολογίζηται επί τη βάσει υποθετικού μισθού εκ £4.300 ετησίως.
(1Α) Η σύνταξη Βουλευτή που υπολογίζεται και χορηγείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου προσαυξάνεται περαιτέρω κατά το ένα δέκατο (1/10) του ποσού του μέσου σταθμικού όρου των τελευταίων αυξήσεων στη βουλευτική αποζημίωση που δόθηκαν σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την αποχώρηση του συνταξιοδοτούμενου Βουλευτή.
(2) Η εν τω εδαφίω (1) προβλεπομένη σύνταξις καταβάλλεται εις μηνιαίας δόσεις της πρώτης αρχομένης από της επομένης της συμπληρώσεως του εξηκοστού έτους της ηλικίας του συνταξιοδοτουμένου, εάν όμως ούτος συνεχίζη να κατέχη το αξίωμα μετά την συμπλήρωσιν του εξηκοστού έτους η καταβολή της συντάξεως άρχεται από της επομένης της αποχωρήσεως του:
Νοείται ότι, το μέρος σύνταξης θεμελιωθείσας για υπηρεσία από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Ορισμένοι Αξιωματούχοι της Δημοκρατίας) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2025 και μετά καταβάλλεται σε μηνιαίες δόσεις, της πρώτης αρχομένης από την επομένη της συμπλήρωσης του εξηκοστού πέμπτου (65ου) έτους της ηλικίας, εάν όμως ο συνταξιοδοτούμενος συνεχίζει να κατέχει το οικείο αξίωμα, λειτούργημα ή θέση και μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου (65ου) έτους της ηλικίας, η καταβολή του οικείου μέρους της σύνταξης αρχίζει από την επομένη της αποχώρησής του.
(3) Η καταβολή της εν τω εδαφίω (1) συντάξεως αναστέλλεται εις ην περίπτωσιν ο συνταξιοδοτούμενος ήθελεν αναλάβει οιονδήποτε έτερον λειτούργημα ή αξίωμα εν τη Δημοκρατία και κατά την διάρκειαν της ασκήσεως του τοιούτου λειτουργήματος ή αξιώματος.
Νοείται ότι αν ο μηνιαίος μισθός, η αντιμισθία, η χορηγία ή η αποζημίωση είναι χαμηλότερη από τη μηνιαία σύνταξη καταβάλλεται σ’ αυτόν τόσο μέρος της σύνταξης όση είναι η διαφορά της από το μισθό, την αντιμισθία, τη χορηγία ή την αποζημίωση:
Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο συνταξιοδοτούμενος αναλάβει οποιοδήποτε άλλο λειτούργημα, αξίωμα ή θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το μέρος σύνταξης θεμελιωθείσας για θητεία ή υπηρεσία από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Ορισμένοι Αξιωματούχοι της Δημοκρατίας) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2025 και μετά αναστέλλεται.