Τόκος δια την μη έγκαιρον καταβολήν του φόρου

17. (1) Εάν ο φόρος δεν καταβληθή μέχρι της 30ής Σεπτεμβρίου του έτους αναφορικώς προς το οποίον επεβλήθη, ούτος εισπράττεται μετά τόκου, από της ημερομηνίας κατά την οποίαν οφείλεται ο φόρος προς εννέα τοις εκατόν ετησίως και αι διατάξεις του παρόντος Νόμου αι αφορώσαι εις την είσπραξιν του φόρου εφαρμόζονται δια την είσπραξιν του ποσού τούτου:

Νοείται ότι αναφορικώς προς τον φόρον διά το έτος 1980 το παρόν άρθρον θα εφαρμόζηται εις περίπτωσιν μη καταβολής του φόρου διά το ρηθέν έτος μέχρι της ημερομηνίας καθ' ην ο τοιούτος φόρος καθίσταται καταβλητέος συμφώνως προς το άρθρον 25Α.

Νοείται περαιτέρω ότι, αναφορικά με το ποσό φόρου, το οποίο κατέστη πληρωτέο μετά την αναθεώρηση της αξίας ακινήτου ιδιοκτησίας, που  έγινε δυνάμει οποιωνδήποτε διατάξεων του παρόντος Νόμου, κανένας τόκος δεν εισπράττεται για τα έτη 1980 μέχρι 1991, υπό τον όρο ότι ο ιδιοκτήτης έχει υποβάλει μέχρι την 31η Μαρτίου 1992 τις δηλώσεις που απαιτούνται από το άρθρο 7 και έχει καταβάλει ή θα καταβάλει μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 1995 κάθε οφειλόμενο υπόλοιπο φόρου και τόκου επί του οφειλόμενου φόρου σύμφωνα με τις δηλώσεις του:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, για το έτος 2013 η προθεσμία καταβολής του φόρου είναι μέχρι την 15η Νοεμβρίου 2013, αντί της 30ής Σεπτεμβρίου 2013.

(2) Όταν οποιοδήποτε πρόσωπο, με αίτησή του που υποβάλλεται προς το  Διευθυντή  μέχρι  την  30ή Σεπτεμβρίου   1995, αποδείξει ότι έχει καταβάλει τόκο για τα έτη 1980 μέχρι 1991 αναφορικά με ποσό φόρου που κατέστη πληρωτέο μετά την αναθεώρηση της αξίας ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία έγινε με βάση οποιεσδήποτε διατάξεις του παρόντος Νόμου, τότε το πρόσωπο αυτό δικαιούται να του επιστραφεί το ποσό του τόκου που κατέβαλε, υπό τον όρο ότι έχει υποβάλει μέχρι την 31η Μαρτίου 1992 τις δηλώσεις που απαιτούνται από το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου.