Προϋποθέσεις και τρόπος καταβολής πληρωμής λόγω πλεονασμού

16Α.-(1) Το εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού δικαίωμα ήρτηται εκ των διά του παρόντος άρθρου προνοουμένων προϋποθέσεων, η τοιαύτη δε πληρωμή ενεργείται, εν όλω ή εν μέρει περιοδικώς ή εφ' άπαξ, ως εν τω παρόντι άρθρω προβλέπεται.

(2) Η καταβολή της πληρωμής λόγω πλεονασμού περιοδικώς ενεργείται αναδρομικώς καθ' εβδομάδα δι' εκάστην ημέραν διακοπής της απασχολήσεως του εργοδοτουμένου, η οποία αποτελεί μέρος οιασδήποτε περιόδου διακοπής της απασχολήσεως αυτού.

(3) Το ημερήσιον ύψος της πληρωμής λόγω πλεονασμού είναι διά μεν τας πρώτας είκοσι τέσσαρας ημέρας της περιόδου διακοπής της απασχολήσεως ίσον προς το ημερομίσθιον του εργοδοτουμένου, ως τούτο υπολογίζεται διά τους σκοπούς του Τετάρτου Πίνακος, διά δε τας υπολοίπους ημέρας της τοιαύτης περιόδου ίσον προς τα εβδομήκοντα πέντε επί τοις εκατόν του ως είρηται ημερομισθίου:

Νοείται ότι το ημερήσιον ύψος της πληρωμής λόγω πλεονασμού δεν δύναται να είναι χαμηλότερον του ύψους του επιδόματος μητρότητος, επιδόματος ασθενείας, επιδόματος ανεργίας ή επιδόματος σωματικής βλάβης, εις το οποίον, αναλόγως της περιπτώσεως, θα εδικαιούτο ο εργοδοτούμενος δυνάμει των περί Κοινωνικών

Ασφαλίσεων Νόμων του 1972 έως 1976, εάν αι διατάξεις των ως είρηται Νόμων δεν απηγόρευον την καταβολήν τοιούτου επιδόματος διά την αυτήν περίοδον διά την οποίαν ο εργοδοτούμενος δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού.

(4)Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ουδεμία πληρωμή λόγω πλεονασμού καταβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (2) δι' οιανδήποτε ημέραν μετά την παρέλευσιν πεντήκοντα δύο εβδομάδων από του σχετικού τερματισμού της απασχολήσεως.

(5) Εάν ο εργοδοτούμενος ουδέν ποσόν ή μέρος μόνον του ποσού της πληρωμής λόγω πλεονασμού έλαβε δυνάμει του εδαφίου (2), ολόκληρον το ποσόν ή το υπόλοιπον της ως είρηται πληρωμής, αναλόγως της περιπτώσεως, καταβάλλεται εις τον εργοδοτούμενον εφ' άπαξ μετά την υπ' αυτού συμπλήρωσιν δεκατριών εβδομάδων συνεχούς απασχολήσεως μετά του αυτού εργοδότου:

Νοείται ότι εάν ο εργοδοτούμενος αναλάβη απασχόλησιν μετά τίνος εργοδότου μετά την συμπλήρωσιν οιασδήποτε περιόδου επαγγελματικής εκπαιδεύσεως δυνάμει σχεδίου εγκεκριμένου υπό του Υπουργού, το δυνάμει του παρόντος εδαφίου καταβλητέον εφ' άπαξ ποσόν καταβάλλεται ευθύς μετά την υπ' αυτού ανάληψιν της τοιαύτης απασχολήσεως.

(6) Ουδέν ποσόν καταβάλλεται εις τον εργοδοτούμενον δυνάμει του εδαφίου (5) μετά την παρέλευσιν πεντήκοντα δύο εβδομάδων από του σχετικού τερματισμού της απασχολήσεως, εκτός εάν η εν τω ως είρηται εδαφίω περίοδος των δεκατριών εβδομάδων συνεχούς απασχολήσεως ή περίοδος επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, αναλόγως της περιπτώσεως, ήρξατο προ της παρελεύσεως των ως είρηται πεντήκοντα δύο εβδομάδων.

(7) Η πληρωμή λόγω πλεονασμού εις την οποίαν δικαιούται πρόσωπον τι διά πάσαν ημέραν κατά την οποίαν τούτο τυγχάνει επαγγελματικής εκπαιδεύσεως δυνάμει σχεδίου εγκεκριμένου υπό του Υπουργού, δύναται, κατόπιν οδηγιών του Υπουργού, να καταβάλληται εις την αρμοδίαν διά την εφαρμογήν του τοιούτου σχεδίου αρχήν, εφ' όσον το εις τον εργοδοτούμενον καταβαλλόμενον επίδομα εκπαιδεύσεως δυνάμει του ως είρηται σχεδίου είναι ίσον προς ή υψηλότερον του ποσού της πληρωμής λόγω πλεονασμού.

(8) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου "ημέρα διακοπής της απασχολήσεως" και "περίοδος διακοπής της απασχολήσεως" κέκτηνται αντιστοίχως τας υπό των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1972 έως 1976 αποδοθείσας εις αυτάς εννοίας:

Νοείται ότι ως ημέρα διακοπής της απασχολήσεως λογίζεται και οιαδήποτε ημέρα απουσίας εκ της εργασίας λόγω μητρότητος η οποία εμπίπτει εις το εν τω εδαφίω (2) του άρθρου 16 των ως είρηται Νόμων χρονικόν διάστημα.