Ερμηνεία

2. Στο Νόμο αυτό-

“αρμόδια αρχή” σημαίνει την αρμόδια αρχή που καθιδρύεται ή που διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3, η οποία ασκεί εξουσίες σε σχέση με οποιοδήποτε σχετικό ζήτημα δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού εντός της περιοχής αναφορικά με την οποία εγκαθιδρύεται ή διορίζεται.

“Δήμος” σημαίνει οργανισμό με νομική προσωπικότητα που καθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του περί Δήμων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου ο οποίος τροποποιεί ή αντικαθιστά αυτόν.

“εγκεκριμένη χρήση” σημαίνει τη χρήση μιας οικοδομής όπως αυτή εγκρίθηκε με άδεια και όπως φαίνεται στα εγκεκριμένα σχέδια:

Νοείται ότι η χρήση μιας οικοδομής κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου αυτού θα θεωρείται ως η εγκεκριμένη χρήση αν αυτή δεν συγκρούεται με την άδεια οικοδομής που εκδόθηκε και τα εγκεκριμένα σχέδια.

“επιβλέπων μηχανικός” σημαίνει πρόσωπο το οποίο-

(i) είναι εγγεγραμμένο στο μητρώο μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ) και κατέχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, δυνάμει του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου, το οποίο δικαιούται να αναλαμβάνει εργασία προσήκουσα σε αρχιτέκτονα ή σε πολιτικό μηχανικό για το συγκεκριμένο έργο και το οποίο είναι ο μελετητής του συγκεκριμένου έργου με βάση τον αντίστοιχο ορισμό που δίδεται στο παρόν άρθρο

(ii) έχει κατάλληλα διοριστεί και αναλάβει την επίβλεψη του έργου

“επίβλεψη έργου” σημαίνει τη διενέργεια επιθεωρήσεων στο εργοτάξιο, όπως κρίνεται αναγκαίο από τον επιβλέποντα μηχανικό, σύμφωνα με τις παραδεδεγμένες τεχνικές διαδικασίες και την τεχνική δεοντολογία, τηρουμένων οποιωνδήποτε καθηκόντων ή απαιτήσεων επιβάλλονται σε αυτόν από ή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9Α

“έργο” σημαίνει οποιαδήποτε εργασία ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα συνεπάγεται κατασκευαστικές εργασίες, για την εκτέλεση ή την υλοποίηση των οποίων απαιτείται προηγουμένως η έκδοση άδειας δυνάμει του άρθρου 3

“μελέτη” περιλαμβάνει την εκπόνηση ή κατάρτιση σχεδίων σχεδιαγραμμάτων, τεχνικών προδιαγραφών και υπολογισμών σχετικά με σκοπούμενη εκτέλεση ή υλοποίηση έργου, καθώς και οποιαδήποτε άλλη εργασία απαιτείται για σκοπούς εξέτασης αίτησης για έκδοση άδειας δυνάμει του άρθρου 3

“μελετητής” σημαίνει πρόσωπο το οποίο-

(i) είναι εγγεγραμμένο στο μητρώο μελών του ΕΤΕΚ και κατέχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, δυνάμει του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου, το οποίο δικαιούται να αναλαμβάνει εργασία προσήκουσα σε αρχιτέκτονα ή σε πολιτικό μηχανικό για το συγκεκριμένο έργο και να είναι μελετητής του συγκεκριμένου έργου και το οποίο είναι ο επιβλέπων μηχανικός του συγκεκριμένου έργου με βάση τον ορισμό που δίδεται στο παρόν άρθρο

(ii) έχει κατάλληλα εξουσιοδοτηθεί και αναλάβει την εκπόνηση μελέτης έργου προσήκοντος σε αρχιτέκτονα ή σε πολιτικό μηχανικό.

“μετατροπή”, “προσθήκη” ή “επισκευή”, όταν χρησιμοποιείται σε αναφορά για οικοδομές, σημαίνει οποιαδήποτε δομική μετατροπή, προσθήκη ή επισκευή με την οποία οποιαδήποτε διάσταση τέτοιας οικοδομής μετατρέπεται, αλλά δεν περιλαμβάνει:

(α) την αντικατάσταση των κεραμιδιών, πηλού ή άλλης ύλης με σκοπό να καταστήσουν υδατοστεγή οποιαδήποτε στέγη

(β) την επισκευή οποιασδήποτε υφιστάμενης θύρας της οποίας τα φύλλα δεν ανοίγουν ή προβάλλονται εντός οδού

(γ) την επισκευή οποιουδήποτε παραθύρου εξώστη ή βεράντας το οποίο δεν ανοίγει ή προβάλλεται εντός οδού

(δ) τον ασβεστοχρωματισμό, υδατοχρωματισμό, επικονίαση ή βαφή οποιουδήποτε τοίχου, οροφής, ξύλινης ή σιδερένιας κατασκευής σε οποιαδήποτε οικοδομή

(ε) την επανατοποθέτηση, επανατοποθέτηση σανίδων ή πλακακιών οποιουδήποτε πατώματος ή δαπέδου που περιέχεται εντός των εξωτερικών τοίχων οποιασδήποτε οικοδομής ή εντός οποιουδήποτε υφιστάμενου εξώστη ή βεράντας προσαρτημένου στην οικοδομή, αλλά ο οποίος δεν ανοίγει ή προβάλλεται εντός οδού.

“οδός” περιλαμβάνει οποιοδήποτε δρόμο, μονοπάτι διέλευσης ζώων, μονοπάτι, αδιέξοδο δρόμου, δίοδο, πεζόδρομο, πεζοδρόμιο ή δημόσια πλατεία.

“οικοδομή” σημαίνει οποιαδήποτε κατασκευή, είτε από λίθους, σκυρόδεμα, πηλό, σίδερο, ξύλο ή άλλη ύλη, και περιλαμβάνει οποιοδήποτε λάκκο και οποιοδήποτε θεμέλιο, τοίχο, στέγη, καπνοδόχο, βεράντα, εξώστη, κορωνίδα ή προεξοχή ή τμήμα οικοδομής, ή οποιοδήποτε πράγμα που είναι προσαρτημένο σε αυτή, ή οποιοδήποτε τοίχο, ανάχωμα, φράκτη, περίφραγμα ή άλλη κατασκευή που περικλείει ή οροθετεί ή έχει σκοπό να περικλείει ή να οροθετεί οποιαδήποτε γη ή χώρο.

“στηθαίο” σημαίνει προστατευτική κατασκευή που ανεγείρεται ή εγκαθίσταται μόνιμα σε βεράντες και μπαλκόνια, καθώς επίσης και σε στέγη (ταράτσα) οικοδομής, σε περίπτωση που σ’ αυτή οδηγεί κλιμακοστάσιο, και περιλαμβάνει τοίχο ή οποιαδήποτε άλλη προστατευτική κατασκευή.