Συντηρητικό διάταγμα που περιορίζει τη συναλλαγή σχετικά με γη

5.-(1) Κάθε Δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί αγωγή για χρέος ή αποζημίωση, δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έγερση της αγωγής, να διατάξει όπως ο εναγόμενος παρεμποδιστεί να απαλλοτριώσει τόσο μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του ή για την οποία δικαιούται κατά νόμο να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης, όσο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, είναι επαρκές να ικανοποιήσει την απαίτηση του ενάγοντα μαζί με τα έξοδα της αγωγής.

(2) Το διάταγμα αυτό δεν εκδίδεται εκτός αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι ο ενάγων έχει καλή βάση αγωγής, και ότι με την πώληση ή τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας σε τρίτο είναι πιθανό να εμποδιστεί ο ενάγων στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που τυχόν θα εκδοθεί υπέρ του.

(3) Κάθε διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου αυτού πρέπει να ορίζει, εφόσον είναι πρακτικά δυνατό, τη θέση, τα όρια, την έκταση και τη φύση της ιδιοκτησίας που επηρεάζεται από αυτό.

(4) Όταν εκδίδεται διάταγμα δυνάμει του άρθρου αυτού, το πρόσωπο, με αίτηση του οποίου εκδίδεται αυτό, δύναται να καταθέσει στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο της επαρχίας στην οποία βρίσκεται η ιδιοκτησία που επηρεάζεται από το διάταγμα, επίσημο αντίγραφο του διατάγματος μαζί με σημείωμα που απευθύνεται στον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό, που ζητά να μην μεταβιβαστεί η περιουσία στο όνομα οποιουδήποτε προσώπου άλλου από το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα.

(5) Το Διάταγμα και το σημείωμα είναι προσιτά για επιθεώρηση στο γραφείο όπου κατατέθηκαν και κάθε μεταγενέστερη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας, που γίνεται κατά τη διάρκεια της ισχύος του διατάγματος, είναι άκυρη, η θεραπεία όμως οποιουδήποτε προσώπου στο όνομα του οποίου η ιδιοκτησία ήθελε μεταβιβαστεί  με τον τρόπο αυτό συνίσταται μόνο σε απαίτηση αποζημίωσης εναντίον του προσώπου που παραχώρησε ή εκχώρησε σε αυτόν την ιδιοκτησία είτε με πώληση, δωρεά, υποθήκη ή με άλλο τρόπο. Ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός προβαίνει σε καταχώρηση σε βιβλίο που  τηρείται, για το σκοπό αυτό, η οποία δείχνει ότι τα έγγραφα κατατέθηκαν κανονικά και γνωστοποιεί γραπτώς τον αριθμό της καταχώρησης στο πρόσωπο που κατάθεσε το έγγραφο.