Καταστολή οίκων ανοχής και τερματισμός μίσθωσης εξαιτίας καταδίκης

156.-(1) Όποιος-

(α) διατηρεί, διευθύνει ή οπωσδήποτε συμμετέχει ή βοηθά στην διεύθυνση οίκου ανοχής ή

(β) είναι ενοικιαστής, μισθωτής, κάτοχος ή υπεύθυνος υποστατικού, σε γνώση του επιτρέπει να χρησιμοποιηθεί αυτό ή μέρος αυτού ως οίκος ανοχής ή για τη συστηματική άσκηση πορνείας ή

(γ) είναι ο εκμισθωτής ή ιδιοκτήτης ή αντιπρόσωπος του, εκμισθώνει οποιοδήποτε υποστατικό ή μέρος του σε γνώση του ότι αυτό δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως οίκος ανοχής ή συμμετέχει εκούσια στη συνεχή χρήση του ως οίκο ανοχής,

είναι ένοχος πλημμελήματος.

(2) (α) Σε καταδίκη του ενοικιαστού, μισθωτού ή του κατόχου υποστατικού για το ότι είναι σε γνώση του ότι επέτρεψε χρήση του υποστατικού ή μέρος αυτού, ως οίκο ανοχής, ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής δικαιούται να απαιτήσει από τον καταδικασθέντα με αυτό τον τρόπο, να εκχωρήσει τη μίσθωση ή άλλη σύμβαση δυνάμει της οποίας κατέχει το υποστατικό που έχει αναφερθεί πιο πάνω, σε άλλο πρόσωπο με την έγκριση του ιδιοκτήτη ή του εκμισθωτή, μη μπορώντας αυτός να αρνηθεί να δώσει τέτοια έγκριση χωρίς βάσιμο λόγο για αυτό στην περίπτωση που ο καταδικασθείς ήθελε παραλείψει να προβεί εντός τριών μηνών στην εκχώρηση της μίσθωσης ή της σύμβασης σύμφωνα με τα πιο πάνω, ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής δικαιούται να τερματίσει τέτοια μίσθωση ή σύμβαση, χωρίς όμως βλάβη των δικαιωμάτων ή των μέσων θεραπείας που αποκτήθηκαν από οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος πριν από τέτοιο τερματισμό. Αν ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής ήθελε προβεί σύμφωνα με τα πιο πάνω σε τερματισμό της μίσθωσης ή άλλης σύμβασης ενοικίασης, το Δικαστήριο, το οποίο καταδίκασε τον ενοικιαστή, μισθωτή ή κάτοχο, έχει εξουσία να εκδώσει συνοπτικό διάταγμα για παράδοση κατοχής στον ιδιοκτήτη ή εκμισθωτή.

(β) αν ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής όταν λάβει γνώση τέτοιας καταδίκης, παραλείψει να ασκήσει τα δικαιώματα του δυνάμει των προηγούμενων διατάξεων του εδαφίου αυτού, έπειτα όμως κατά τη διάρκεια της ισχύος της μίσθωσης ή της σύμβασης, διαπραχτεί και πάλι τέτοιο αδίκημα σε συνάφεια με το υποστατικό, ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής θεωρείται ότι ήταν εν γνώσει του ότι παρείχε συνδρομή ή ότι παρακίνησε τη διάπραξη τέτοιου ποινικού αδικήματος, εκτός αν αποδείξει ότι πήρε κάθε εύλογο μέτρο για πρόληψη της επανάληψης του.

(γ) αν ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής, αφού άσκησε τις χορηγούμενες σε αυτόν εξουσίες από το άρθρο αυτό, τερμάτισε τη μίσθωση ή άλλη σύμβαση, έπειτα όμως συνήψε νέα σύμβαση με τον ίδιο ή για όφελος του ιδίου προσώπου, χωρίς να μεριμνήσει να εισαχτεί σε αυτή κάθε εύλογη πρόνοια για πρόληψη της επανάληψης ποινικού αδικήματος όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω, αυτός θεωρείται ότι παρέλειψε να ασκήσει τα δικαιώματα του δυνάμει των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου αυτού, κάθε τέτοιο αδίκημα που διαπράχτηκε κατά τη διάρκεια της ισχύος μεταγενέστερης μίσθωσης ή σύμβασης, για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, θεωρείται ότι διαπράχτηκε κατά τη διάρκεια της ισχύος τέτοιας προηγούμενης.