Εντολές

20.-(1) Οποτεδήποτε κατά τη διεξαγωγή οποιασδήποτε θανατικής ανάκρισης φαίνεται στο θανατικό ανακριτή ότι οποιοδήποτε πρόσωπο εκτός της δικαιοδοσίας του θανατικού ανακριτή, είναι ικανό να δώσει ουσιαστική μαρτυρία σχετικά με την ανάκριση και ότι η προσέλευση του προσώπου αυτού δεν δύναται να εξασφαλιστεί χωρίς καθυστέρηση, δαπάνη ή ενόχληση, η οποία, υπό της περιστάσεις της υπόθεσης, θα ήταν αδικαιολόγητη, ο θανατικός ανακριτής υποβάλλει αίτηση στον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου (ο οποίος στο εξής στο άρθρο αυτό αναφέρεται ως “ο Πρόεδρος”) εντός των ορίων της τοπικής δικαιοδοσίας του οποίου διαμένει το πρόσωπο αυτό, και δίδει τους λόγους της αίτησης και μετά ο Πρόεδρος δύναται-

(α) να εκδώσει εντολή σε οποιοδήποτε επαρχιακό δικαστή ή πταισματοδίκη εντός των ορίων της τοπικής δικαιοδοσίας του οποίου το πρόσωπο αυτό διαμένει, να λάβει τη μαρτυρία του προσώπου αυτού͘ ή

(β) να απορρίψει την αίτηση.

(2) Ο επαρχιακός δικαστής ή πταισματοδίκης στον οποίο εκδίδεται η εντολή μεταβαίνει στον τόπο όπου βρίσκεται ο μάρτυρας, ή κλητεύει το μάρτυρα ενώπιον του και καταγράφει τη μαρτυρία του κατά τον ίδιο τρόπο, και δύναται για το σκοπό αυτό να ασκήσει τις ίδιες εξουσίες όπως ο θανατικός ανακριτής.

(3) Οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος δύναται να εμφανιστεί ενώπιον τέτοιου επαρχιακού δικαστή ή πταισματοδίκη με δικηγόρο ή προσωπικά, και δύναται να εξετάσει, αντεξετάσει και επανεξετάσει, ανάλογα με την περίπτωση, τον εν λόγω μάρτυρα.

(4) Μετά που θα εκτελεστεί κανονικά η εντολή αυτή επιστρέφεται, μαζί με την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε δυνάμει αυτής, στον Πρόεδρο, ο οποίος αποστέλλει την εντολή, τα επιστρεφόμενα έγγραφα της και την ένορκη κατάθεση του θανατικού ανακριτή που υπέβαλε την αίτηση για αυτή.

(5) Κατόπι παραλαβής αυτών από τον πιο πάνω θανατικό ανακριτή η εντολή αυτή, τα επιστρεφόμενα έγγραφα της, και η κατάθεση καταχωρούνται μαζί και αποτελούν μέρος της διαδικασίας της θανατικής ανάκρισης που αφορούν αυτά.