Ορισμός “υποκατάστατου αντιπροσώπου”

151. “Υποκατάστατος αντιπρόσωπος”, είναι πρόσωπο ικανό προς το συμβάλλεσθαι το οποίο προσλήφθηκε και ενεργεί υπό τον έλεγχο του αρχικού αντιπροσώπου κατά τη διεξαγωγή των εργασιών της αντιπροσωπείας.