Συνέπειες μη εκπλήρωσης εντός ορισμένου χρόνου, σε σύμβαση στην οποία ο χρόνος είναι ουσιώδης

55.-(1) Αν ένας από τους συμβαλλόμενους ανέλαβε την υποχρέωση να προβεί σε ορισμένη ενέργεια εντός ορισμένου χρόνου ή πριν από το χρόνο αυτό, ή σε ορισμένες ενέργειες εντός ορισμένων χρόνων ή πριν από τους χρόνους αυτούς, και παραλείψει να προβεί σε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια κατά ή πριν από τον ορισμένο χρόνο, η σύμβαση ή το μέρος της σύμβασης που δεν εκπληρώθηκε ακόμη καθίσταται ακυρώσιμο κατ’ εκλογή του δανειστή, αν πρόθεση των συμβαλλόμενων ήταν να καταστήσουν το χρόνο ουσιώδη όρο της σύμβασης.

(2) Aν πρόθεση των συμβαλλόμενων δεν ήταν να καταστήσουν το χρόνο ουσιώδη όρο της σύμβασης, η σύμβαση δεν καθίσταται ακυρώσιμη λόγω παράλειψης του οφειλέτη να ενεργήσει εντός του ορισμένου χρόνου ή πριν από αυτόν~ ο δανειστής όμως έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον οφειλέτη για κάθε ζημιά, την οποία ήθελε υποστεί λόγω της παράλειψης αυτής.

(3) Σε περίπτωση ακυρώσιμης σύμβασης λόγω παράλειψης του οφειλέτη να εκπληρώσει την υπόσχεση του στο χρόνο που συμφωνήθηκε, αν ο δανειστής αποδεχτεί εκπλήρωση της υπόσχεσης σε χρόνο άλλον από αυτόν που συμφωνήθηκε, τότε δεν δύναται να αξιώσει αποζημίωση για ζημιά που υπέστη λόγω μη εκπλήρωσης κατά το χρόνο που συμφωνήθηκε, εκτός αν, κατά το χρόνο της αποδοχής, γνωστοποιήσει στον οφειλέτη την πρόθεση του να αξιώσει αποζημίωση.